πολύκοινος

πολύκοινος
-ον, Α
1. κοινός σε πολλούς (α. «πολύκοινον ἀγγελίαν», Πίνδ.
β. «πολύκοινον Ἄιδαν», Σοφ.)
2. αυτός που έχει σεξουαλικές σχέσεις με πολλές ή με πολλούς, έκδοτος στις σαρκικές σχέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κοινός (πρβλ. πάγ-κοινος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολύκοινος — common to many masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύκοινον — πολύκοινος common to many masc/fem acc sg πολύκοινος common to many neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκοίνους — πολύκοινος common to many masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκοίνων — πολύκοινος common to many masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκοίνῳ — πολύκοινος common to many masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύκοινα — πολύκοινος common to many neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύκοινοι — πολύκοινος common to many masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκοινώ — έω, Α [πολύκοινος] είμαι πολύκοινος, έκδοτος στις σεξουαλικές σχέσεις …   Dictionary of Greek

  • πολυκοινία — ἡ, Α [πολύκοινος] σεξουαλική σχέση με πολλούς συντρόφους, ακράτεια στις γενετήσιες σχέσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”