- πολύκοινος
- -ον, Α1. κοινός σε πολλούς (α. «πολύκοινον ἀγγελίαν», Πίνδ.β. «πολύκοινον Ἄιδαν», Σοφ.)2. αυτός που έχει σεξουαλικές σχέσεις με πολλές ή με πολλούς, έκδοτος στις σαρκικές σχέσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κοινός (πρβλ. πάγ-κοινος)].
Dictionary of Greek. 2013.